- εὐκατάπρηστος
- εὐκατά-πρηστος, ον,A easily kindled or set on fire,
ὕλη Ph.Fr.103
H., Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕλη Ph.Fr.103
H., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατάπρηστος — εὐκατάπρηστος, ον (ΑΜ) αυτός που καίγεται ή αναφλέγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πίμπρημι «κατακαίω»] … Dictionary of Greek
εὐκατάπρηστος — easily kindled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάπρηστον — εὐκατάπρηστος easily kindled masc/fem acc sg εὐκατάπρηστος easily kindled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταπρήστοις — εὐκατάπρηστος easily kindled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταπρήστου — εὐκατάπρηστος easily kindled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)